- πτέρωση
- [-ις (-εως)] η1) см. πτέρωμα 1, 2; 2)' мор. движение весла (при гребле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτέρωση — η / πτέρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πτερῶ] νεοελλ. ναυτ. η ακινησία τών κουπιών σε οριζόντια θέση για να αναπαυθούν οι κωπηλάτες ή για να λάβουν οδηγίες αρχ. 1. το σύνολο τών φτερών, το πτέρωμα (α. «πτέρωσις γὰρ ἡ τῆς ψυχῆς πνεῡμα τέλειον», Τατιαν. β. «καὶ … Dictionary of Greek
πτερώσῃ — πτερώσηι , πτέρωσις plumage fem dat sg (epic) πτερόω furnish with feathers aor subj mid 2nd sg πτερόω furnish with feathers aor subj act 3rd sg πτερόω furnish with feathers fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)